σουν(ν)ίτης

σουν(ν)ίτης
ο, Ν
συν. στον πληθ. οι σουνίτες
οι οπαδοί τού σουνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σούν(ν)α, «μουσουλμανικές διδαχές» + κατάλ. -ίτης. Η λ., στον λόγιο τ. Σουννῖται, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Νεολόγος Κων/πόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”